Συγκρίνοντας τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 με την ανακύπτουσα, λόγω της πανδημίας, οικονομική κρίση καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι τα συμπτώματα είναι μεν κοινά, ωστόσο η υποκείμενη νόσος διαφέρει. Αυτή η διαφορά είναι σημαντική διότι επηρεάζει τη θεραπεία και την εκτιμώμενη διάρκεια ανάρρωσης της οικονομίας. Χωρίς τον φόβο του πολιτικού κόστους, τα κράτη και οι κεντρικές τράπεζες θα υιοθετήσουν πιο γενναία και, συνεπώς, πιο αποτελεσματικά μέτρα.
Είναι στη φύση του ανθρώπου να χρησιμοποιεί πληροφορίες τις οποίες έχει συσσωρεύσει από την εμπειρία του, για να προβλέψει το μέλλον. Έτσι, οικονομολόγοι, ακαδημαϊκοί και πολιτικοί χρησιμοποιούν την κρίση του 2008 ως υπόδειγμα, για να εκτιμήσουν τις επιπτώσεις που θα έχει η οικονομική κρίση από την πανδημία.
Οι περισσότεροι συγκρίνουν τα συμπτώματα, αλλά παραβλέπουν τις αιτίες. Όπως το 2008, βιώνουμε μια σημαντική πτώση των τιμών των αξιών ως αποτέλεσμα της ανατίμησης του κινδύνου και του αυξημένου ασφαλίστρου που ζητούν οι επενδυτές. Αυτό μεταφράζεται σε αύξηση στο κόστος δανεισμού τόσο για τις χώρες, όσο και για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Η κατακρήμνιση των τιμών θα αναπροσαρμόσει τα επενδυτικά σχέδια των επιχειρήσεων οι οποίες θα προσπαθήσουν να μειώσουν τα κόστη, αναβάλλοντας τα μελλοντικά αναπτυξιακά έργα.
Επιπλέον, η επιβράδυνση της πραγματικής οικονομίας θα επιφέρει πλήγμα στην ανεργία και στο εισόδημα των πολιτών όπως έγινε και το 2008. Ειδικά στην Ελλάδα, η μείωση του τουρισμού και της εγχώριας κατανάλωσης θα αναβάλλει την προσδοκώμενη ανάκαμψη. Χρησιμοποιώντας μια παραβολή, η ελληνική οικονομία είναι όπως ένας ασθενής που μόλις βγήκε από το χειρουργείο και ετοιμάζεται να πάρει εξιτήριο και προσβάλλεται από μία ενδονοσοκομειακή λοίμωξη.
Αν και τα συμπτώματα των δύο κρίσεων στις χρηματαγορές και στην πραγματική οικονομία ομοιάζουν, η υποκείμενη νόσος δεν θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετική. Η κρίση του 2008 ήταν μια ενδογενής κρίση αφού δημιουργήθηκε είτε από την ίδια την οικονομία, είτε από το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η εκτεταμένη μόχλευση σε συνδυασμό με την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων οδήγησαν στην κατάρρευση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Στην Ελλάδα συγκεκριμένα, η ενδογενής κρίση αποδίδεται στην έλλειψη ανταγωνιστικότητας και της σαθρής δομής της εγχώριας οικονομίας.
Αντιθέτως, στην τρέχουσα κρίση η νόσος είναι εξωγενής. Η πανδημία δεν προήλθε από κάποια ανισορροπία του χρηματοπιστωτικού συστήματος ούτε από την ίδια την οικονομία. Μάλιστα, οι προβλέψεις πριν από την εξάπλωση του ιού μίλησαν για παγκόσμια ανάπτυξη, οι τράπεζες είχαν επαρκή κεφάλαια και οι επιχειρήσεις προέβλεπαν αύξηση της κερδοφορίας τους. Μοναδική παραφωνία ήταν οι υψηλές αποτιμήσεις μέρους των αξιών λόγω της μακράς περιόδου ανόδου των χρηματαγορών, ωστόσο οι περισσότερες αποτιμήσεις δικαιολογούνταν από τα χαμηλά επιτόκια και την ισχυρή εταιρική κερδοφορία. Συνεπώς, η οικονομική κρίση από την πανδημία δεν μπορεί να αποδοθεί ούτε στη σπατάλη του ευρωπαϊκού Νότου, ούτε στη λιτότητα του ευρωπαϊκού Βορρά, ούτε σε κάποια υπερβολή των χρηματαγορών.
Γιατί είναι σημαντική η διάκριση μεταξύ των υποκείμενων νόσων; Διότι οι θεραπείες θα είναι διαφορετικές και πιθανώς πιο αποτελεσματικές. Η απουσία του ηθικού κινδύνου δίνει τη δυνατότητα στις κεντρικές τράπεζες και τα κράτη να λάβουν μέτρα χωρίς το φόβο του πολιτικού κόστους. Κανείς νοήμων πολίτης δεν θα κατακρίνει την ΕΚΤ γιατί αγοράζει ομόλογα του Νότου ούτε θα προσφύγει στα ευρωπαϊκά δικαστήρια ζητώντας την αναστολή των αποφάσεων. Και δύσκολα κάποιος θα επικρίνει τη γερμανική κυβέρνηση για την επικείμενη αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής και την εγκατάλειψη του δόγματος του μηδενικού ελλείμματος. Η κοινωνική αποδοχή της αναγκαιότητας για μια ισχυρή οικονομική «θεραπεία» αποτελεί τον πιο σημαντικό παράγοντα για την αποτελεσματικότητά της.
Η άνευ όρων συμμετοχή της Ελλάδας στο νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, υπογραμμίζει αυτήν ακριβώς τη διαφορά.
Επιπλέον παράγοντας σταθεροποίησης είναι το γεγονός ότι η πανδημία, μη γνωρίζοντας σύνορα, επηρεάζει το σύνολο του αναπτυγμένου και αναπτυσσόμενου κόσμου. Επομένως, η εφαρμογή της διευκολυντικής πολιτικής είναι σχεδόν ταυτόχρονη σε Αμερική, Ευρώπη και Ασία δημιουργώντας πολλαπλασιαστικά οφέλη. Ωστόσο, θα πρέπει να ξεπεραστούν οι αρχικές δυσκολίες στον συντονισμό και να αποφευχθούν μονομερείς πολιτικές εις βάρος των υπόλοιπων χωρών. Το οικονομικό σοκ θα μπορούσε ακόμα να αμβλύνει και τον εμπορικό πόλεμο μεταξύ της Αμερικής και της Κίνας εξουδετερώνοντας έναν ακόμα παράγοντα αβεβαιότητας.
Η κρίση που βιώνουμε θα έχει σημαντικές βραχυπρόθεσμες οικονομικές επιπτώσεις. Όμως, η απόλυτη ομοφωνία στη κοινωνία και το πολιτικό προσωπικό για την αναγκαιότητα των έκτακτων και αντισυμβατικών μέτρων θα βοηθήσει στην αποτελεσματικότητά τους.
Ενας ασθενής με επίγνωση της κατάστασής του είναι πιο πιθανόν να ανταποκριθεί σε μια θεραπεία και να βγει νικητής. Αρκεί να έχει και αισιοδοξία. Ας δούμε λοιπόν τα πράγματα λίγο πιο αισιόδοξα.
*Ο Παναγιώτης Αβραμίδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Χρηματοοικονομικής στο Alba Graduate Business School του The American College of Greece.
Πηγή: Kathimerini.gr