Την αυξημένη ανάγκη για συμπλήρωση της πενιχρής σύνταξης που εγγυάται το κράτος μέσω της ιδιωτικής αποταμίευσης αποτυπώνει η αύξηση που σημειώθηκε το 2019 στις πωλήσεις ασφαλιστικών προϊόντων. Η αύξηση είχε για πρώτη φορά επίκεντρο τα ασφαλιστικά προγράμματα αποταμίευσης με εγγυημένη απόδοση και, σύμφωνα με εκπροσώπους του κλάδου, αποτέλεσε το κύκνειο άσμα για την αγορά των συγκεκριμένων προϊόντων, που καταργούνται οριστικά. Τα στοιχεία, που δημοσίευσε χθες η Ενωση Ασφαλιστικών Εταιρειών και τα οποία δείχνουν αύξηση κατά 15% στις πωλήσεις παραδοσιακών αποταμιευτικών προγραμμάτων ζωής το 2019, αποτυπώνουν ξεκάθαρα την αυξανόμενη ανάγκη για αποταμίευση, που σταδιακά γίνεται συνείδηση από ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό νοικοκυριών. Το γεγονός ότι η ανάγκη αυτή συμπίπτει με τη στροφή της ασφαλιστικής αγοράς σε επενδυτικά προϊόντα, προϋποθέτει αυξημένη ευθύνη από την πλευρά των ασφαλιστικών εταιρειών για σωστή ενημέρωση των πολιτών που θα καταφύγουν στην ιδιωτική ασφάλιση για να δημιουργήσουν έναν κουμπαρά για το μέλλον. Επιπλέον, απαιτεί από την πολιτεία να αναγνωρίσει τον ρόλο που μπορεί να έχει η ιδιωτική ασφάλιση για τη δημιουργία συμπληρωματικής σύνταξης, παρέχοντας κίνητρα στους πολίτες για μακροχρόνια αποταμίευση.
Η στροφή που παρατηρήθηκε στα παραδοσιακά ασφαλιστικά προγράμματα το 2019 συνέπεσε με τη δραματική υποχώρηση των επιτοκίων στις προθεσμιακές καταθέσεις, που αγγίζουν σχεδόν μηδενικά επίπεδα και τα οποία καθιστούν τις προθεσμιακές καταθέσεις ασύμφορη μορφή αποταμίευσης. Ετσι, μερίδα των πολιτών στράφηκε σε ασφαλιστικά προϊόντα, τα οποία εξασφάλιζαν αποδόσεις της τάξης του 1,5%, ενώ ένα τμήμα της αποταμίευσης κατευθύνθηκε σε επενδυτικά προϊόντα, τα λεγόμενα unit linked, τα οποία επίσης ενισχύθηκαν το 2019 με ρυθμό 15%.
Να σημειωθεί ότι τα αποταμιευτικά ασφαλιστικά προϊόντα, κλασικού τύπου, διακρίνονται από τα επενδυτικά προγράμματα (unit linked), καθώς εγγυώνται συγκεκριμένη απόδοση στη λήξη της σύμβασης. Είναι προσιτά σε ένα μέσο νοικοκυριό, αφού προϋποθέτουν συστηματική αποταμίευση με καταβολές μικρών ποσών, της τάξης των 100 ευρώ τον μήνα, αλλά για μακρύ χρονικό διάστημα 15, 20 ή 25 ετών. Με τον τρόπο αυτό κάποιος μπορεί να «χτίσει» για το μέλλον ένα εισόδημα, το οποίο καταβάλλεται στη λήξη της ασφαλιστικής σύμβασης με τη μορφή εφάπαξ ποσού ή με τη μορφή σύνταξης. Η σημαντική αύξηση που παρατηρήθηκε το 2019 είναι αποτέλεσμα της κινητοποίησης που υπήρξε από συγκεκριμένες ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες διέθεσαν μαζικά σχεδόν, μέσω του τραπεζικού ή του ασφαλιστικού δικτύου, τέτοιου τύπου προϊόντα ενόψει της κατάργησής τους τη νέα χρονιά. Η πλειονότητα των ασφαλιστικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο ζωής έχει ήδη αποχωρήσει από την αγορά των παραδοσιακών ασφαλιστικών προγραμμάτων και το 2020 είναι η χρονιά οριστικής κατάργησής τους.
Αιτία είναι η αυξημένη αβεβαιότητα και τα χαμηλά επιτόκια που ισχύουν στην Ευρωζώνη και τα οποία δεν επιτρέπουν στις ασφαλιστικές εταιρείες να εγγυηθούν στους ασφαλισμένους τους ικανοποιητικές αποδόσεις για μακρύ χρονικό διάστημα 10 και πλέον ετών. Ετσι, όλες πλέον οι ασφαλιστικές εταιρείες έχουν στραφεί στα επενδυτικά προϊόντα, τα οποία δεν έχουν εγγυημένη απόδοση και στις περισσότερες περιπτώσεις ούτε εγγύηση κεφαλαίου, και τον κίνδυνο της επένδυσης αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου ο ασφαλισμένος.
Σε μια προσπάθεια να άρουν την αυξημένη αβεβαιότητα, ορισμένες ασφαλιστικές εταιρείες εισάγουν στην αγορά επενδυτικά προϊόντα που έχουν «κατώφλι» στην ενδεχόμενη ζημία. Πρόκειται για unit linked νέας γενιάς, που εγγυώνται ότι ένα κεφάλαιο, π.χ. 1.000 ευρώ, δεν μπορεί να πέσει κάτω των 950 ευρώ, αλλά πάντα προϋπόθεση είναι η διατήρηση του συμβολαίου έως τη λήξη του. Τα επενδυτικά προϊόντα νέας γενιάς, που προωθούν ήδη ή σχεδιάζουν οι ασφαλιστικές, διαθέτουν μηχανισμούς που αλλάζουν αυτόματα την επενδυτική στρατηγική κατά τη διάρκεια του συμβολαίου, από επενδύσεις υψηλού κινδύνου στην αρχή, σε επενδύσεις χαμηλού ρίσκου όσο πλησιάζει στη λήξη. Με τον τρόπο αυτό επιδιώκουν να περιορίσουν το επενδυτικό ρίσκο για τον πελάτη όσο εκείνος πλησιάζει στη σύνταξη.
Βασικό κριτήριο για την επιλογή ενός ασφαλιστικού προγράμματος που στόχο έχει την αποταμίευση για τα συντάξιμα χρόνια είναι η ευελιξία, δηλαδή η δυνατότητα να αλλάξει το επενδυτικό καλάθι ανάλογα με την πορεία των αγορών. Τη δυνατότητα αυτή έχουν συνήθως οι μεγάλοι διαχειριστές κεφαλαίων, που είναι σε θέση όχι μόνο να παρακολουθούν στενά τις αγορές, αλλά και να δεσμευθούν έναντι του ασφαλισμένου ότι θα διαχειριστούν αποτελεσματικά τον κίνδυνο, μεταβάλλοντας την επενδυτική πολιτική του χαρτοφυλακίου.
Πηγή: kathimerini.gr